"Η πόλις που εκάηκε ... ξαναγεννήθηκε στην αντίπερα όχθη"
Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές και δραματικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών.
Το Ελληνικό κράτος αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες στην αποκατάσταση και την αφομοίωση των νεοεισερχόμενων προσφύγων. Αν λάβουμε υπόψιν μας την δεινή οικονομική κατάσταση του και τις πολιτικές περιστάσεις της δεκαετίας 1920 – 1930, την ελλιπή κρατική οργάνωση και τις τεράστιες σε αριθμό εισροές προσφύγων, το έργο της αποκατάστασης και της ένταξης τους από την πλευρά του κράτους ήταν τιτάνιο και δυσχερέστατο.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα έπαιξε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων η οποία κατά την περίοδο 1924-1928 ανέλαβε το μεγάλο βάρος της αποκατάστασης και ένταξης των προσφύγων διαθέτοντας υλικά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό που παρείχε το Ελληνικό Κράτος. Η συνεισφορά της Επιτροπής ήταν αποτελεσματική, αφού τελούσε υπό τον διεθνή έλεγχο και ήταν αποστασιοποιημένη από την ταραγμένη ελληνική πολιτική ζωή.
Οι ρυθμοί ενσωμάτωσης προσφύγων ήταν εξεχόντως αργοί, καθώς δεν ήταν ενιαίο σύνολο, έφερε δε πλείστες διαφορές κοινωνικής προέλευσης, και πολιτιστικής παράδοσης, κουλτούρας, διαλέκτου-γλώσσας. Να σημειωθεί ότι 100.000 πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι. Γενικά η μεγάλη μερίδα των προσφύγων αντιμετώπισε αργή αφομοίωση, ενώ αντίθετα οι εύποροι κάτοικοι Μ. Ασίας και Ανατ. Θράκης, που έφεραν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους στην Ελλάδα, ενσωματώθηκαν αμέσως και αναμείχθηκαν με τους γηγενείς.
Το ζήτημα της ενσωμάτωσης των προσφύγων αποτέλεσε μία από τις μείζονες προκλήσεις για το ελληνικό κράτος. Σύμφωνα, πάντως, με ιστορικούς της εποχής η αποκατάσταση και αφομοίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε και παραμένει το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους – και κατ' επέκταση του νεοελληνικού έθνους, στο μέτρο που η έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ ομοεθνών αποτελεί την υπέρτατη επιβεβαίωση της εθνικής μας υπόστασης.
Το αρνητικό κλίμα απέναντι στους πρόσφυγες από τη μεριά των ντόπιων υπήρχε πριν ακόμα από την έλευση των προσφύγων. Η Μικρασιατική Εκστρατεία ως συνέχεια μιας μακρόχρονης πορείας πολέμων, που εξουθένωσαν τον ελληνικό πληθυσμό, προκάλεσε έντονο διχασμό στο εσωτερικό της Ελλάδας με πολλούς Έλληνες να καταλήξουν να διαφωνούν με την εμπλοκή του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Το κλίμα λοιπόν απέναντι στους πρόσφυγες για χάρη των οποίων – σύμφωνα με τους επικριτές της εκστρατείας και κυρίως οπαδούς της αντιβενιζελικής παράταξης – σκοτώθηκαν άδικα τόσοι νέοι, ήταν αρνητικό εξαρχής.
Η ομαδική και αθρόα άφιξη των προσφύγων, ήρθε να διαταράξει τις κοινωνικές ισορροπίες και να αλλάξει εκ βάθρων την καθημερινή ζωή των πόλεων. Οι γηγενείς είδαν τους πρόσφυγες ως απειλή. Σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής επικρατούσε ο διαχωρισμός μεταξύ του «εμείς» και των «άλλων», των γηγενών και των προσφύγων. Από τους ντόπιους αμφισβητήθηκε και αυτή ακόμα η ελληνικότητα των προσφύγων, όπως και η θρησκευτικότητά τους, με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς όπως «τουρκόσποροι», «πρόσφηγκες» κ.α..
Τα αίτια της εχθρότητας ήταν τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά. Οι ντόπιοι που ανήκαν στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο θεωρούσαν τους πρόσφυγες αιτία για όλα τα δεινά της χώρας και η πολιτική τοποθέτηση της συντριπτικής πλειονότητας των προσφύγων στο βενιζελικό στρατόπεδο μεγάλωνε το χάσμα. Οι ντόπιοι αισθάνονταν ότι οι πρόσφυγες έπαιρναν τις δουλειές τους και ότι η μαζική είσοδός τους στην αγορά εργασίας προκάλεσε την πτώση των ημερομισθίων και έθεσε σε αμφισβήτηση την επαγγελματική τους σιγουριά.
Πέραν της φτώχειας και της έλλειψης υλικών αγαθών, οι πρόσφυγες είχαν να αντιμετωπίσουν και την διαφορά νοοτροπίας και ιδιοσυγκρασίας με τους ΓΗΓΕΝΕΙΣ. Οι πρόσφυγες από τη μια μιλούσαν για χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των γηγενών, οι δε γηγενείς αναφέρονταν στο ήθος των προσφύγων, στη ροπή τους για διασκέδαση, πρόβαλλαν και αμφισβητούσαν την ελληνικότητα τους και συζητούσαν αρνητικά την κοσμοπολίτικη και «χαλαρή» όπως υπονοούσαν συμπεριφορά των γυναικών, δημιουργώντας έτσι ανοιχτή σύγκρουση προκαταλήψεις και ρατσισμό, όπου ο όρoς «πρόσφυγας» είχε υποτιμητική σημασία . Αργότερα η διαχωριστική γραμμή έπαψε να υπάρχει και με την πάροδο του χρόνου, οι πρόσφυγες κατόρθωσαν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, και η συμβολή τους υπήρξε καταλυτική στην οικονομική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας.
Η μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγικής εγκατάστασης διατηρείται ζωντανή μέσα από την ιστορία και τις παραδόσεις των απογόνων των προσφύγων, ενώ πολλοί από τους προσφυγικούς συνοικισμούς που ιδρύθηκαν τότε εξακολουθούν να υπάρχουν ως μαρτυρία αυτής της περιόδου.
Λίγα λόγια για την καταγωγή μας
ΚΥΖΙΚΟΣ και ΠΕΡΑΜΟΣ
Σημαντικό κομμάτι του μικρασιατικού ελληνισμού που εγκαταστάθηκε στον ελλαδικό χώρο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ήταν οι πρόσφυγες προερχόμενοι από την Πέραμο της Κυζίκου, περιοχή της Βιθυνίας στην Προποντίδα, η οποία είχε μακρά ιστορία ελληνικής παρουσίας πριν τον ξεριζωμό, οι οποίοι αφού μοιράστηκαν στα δύο, εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν το μεν πρώτο κύμα προσφύγων την Νέα Πέραμο του νομού Καβάλας, το δε δεύτερο κύμα την Νέα Πέραμο του νομού Αττικής.
Κομμάτι σημαντικό της Κυζικηνής Χερσονήσου ήταν η κωμόπολη της Περάμου, που βρισκόταν σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων από την ιερή πόλη της Κυζίκου. Αποτέλεσε μία από τις παλαιότερες κωμοπόλεις της περιοχής της Κυζίκου. Για πρώτη φορά γίνεται έγγραφη αναφορά της ύπαρξης της Περάμου σε βιβλίο του γερμανού συγγραφέα Στέφαν Γκέρλαχ που τυπώθηκε στα 1576, αλλά και μεταγενέστερα στην "Αναγραφή της Κυζίκου" αγνώστου Αρτακινού συγγραφέως περί το έτος 1825, όπου γίνεται ευρεία αναφορά της Περάμου. Πάντως σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, η ύπαρξη της Περάμου όσο και άλλων οικισμών πλησίον, χρονολογείται από τον 14ο αιώνα τουλάχιστον.
Η Πέραμος ήταν κωμόπολη και ο πληθυσμός της το 1914 έφτανε τους 5.000 κατοίκους, όπως ο αριθμός αυτός δίδεται από την έκθεση της Δημογεροντίας της Περάμου στις διοικητικές αρχές της Πανόρμου, το έτος 1921. (Χρησιμοποιούμε ως ορόσημο την χρονολογία 1914 επειδή μετά αρχίζει η φθίνουσα πορεία της Περάμου, με την επέλαση των τούρκων προσφύγων από τα βαλκάνια , την φωτιά που έβαλαν το 1915 έως τον οριστικό ξεριζωμό το 1922).
Η Πέραμος ήταν Δήμος (Ναχιέ) με ενεργό τον θεσμό του Δημάρχου, ήταν έδρα Μουντούρη, στην οποία υπάγονταν και τα υπόλοιπα χωριά (η ηχανιώνα, το Καστέλι, η Λαγκαδά), οι δε τουρκικές αρχές δεν είχαν ανάμειξη στην εσωτερική της διοίκηση. Διέθετε ίδιαν σφραγίδα της πόλεως της Περάμου, φέρουσα κύκλο με ελληνιστί τις λέξεις: "ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΠΕΡΑΜΟΥ" με την οποία σφραγίζονταν τα επίσημα έγγραφα. Η Πέραμος διοικείτο από τους ίδιους τους κατοίκους της, την Δημογεροντία, χωρίς καμία ανάμειξη των τουρκικών αρχών. Είχε εκτός της δημογεροντίας, Εφορία Σχολείων, Επιτροπές των Εκκλησιών, είχε Μικτό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και Πνευματικά Δικαστήρια. Η Δημογεροντία ήταν ανώτατο Διοικητικό Σώμα που φρόντιζε για όλα τα ζητήματα της πόλεως σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες που είχε θεσπίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι τουρκικές αρχές στην πέραμο είχαν αρμοδιότητα στην τήρηση της τάξεως και της είσπραξης των φόρων του Τουρκικού Κράτους.
Οι κάτοικοι της Περάμου ήταν όλοι Έλληνες Ορθόδοξοι και μιλούσαν μία μόνο γλώσσα την ελληνική, με πολλές ιδιαιτερότητες στην τοπική διάλεκτο. Οι γυναίκες και τα παιδιά δεν γνώριζαν καθόλου τούρκικα. Ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, την σηροτροφία, την κτηνοτροφία αλλά κυρίως με την αλιεία και την ναυτιλία. Πολλοί από αυτούς κυρίως όσοι ήθελαν να σπουδάσουν, μετοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου η παροικία των Περαμίων στην Πόλη ήταν πολύ ισχυρή, μια δεύτερη Πέραμος.
Η Πέραμος ήταν ιδιαίτερα ξακουστή για το "Παπαδοπούλειο Παρθεναγωγείο", μια λαμπρή τριώροφη κατασκευή του αρχιτέκτονα Π. Φωτειάδη, το οποίο σώζεται σε άριστη κατάσταση ως σήμερα. Το μεγαλοπρεπές αυτό σχολείο κατασκευάστηκε εν έτη 1911 και αφιερώθηκε αποκλειστικά στην μόρφωση των κοριτσιών της Περάμου, από τον Μεγάλο Ευεργέτη της Περάμου Μικέ Παπαδόπουλο, ο οποίος με δαπάνες του πίστεψε ότι όφειλε να ενισχύσει την μόρφωση των κοριτσιών της πόλης, την οποία δεν θεωρούσαν τα χρόνια εκείνα υποχρεωτική και απαραίτητητ, διότι όπως ο ίδιος έλεγε «μόνον όταν οι μητέρες είναι μορφωμένες, τότε θα φροντίσουν να τα παιδιά τους να μάθουν περισσότερα γράμματα και έτσι θα ανεβάσουν το πνευματικό επίπεδο των Περαμιωτών και θα προοδεύσει η πόλις»!!!
Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για το Μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης, που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Δινδύμου.
Το τεράστιο διώροφο πέτρινο οικοδόμημα με τα 99 ευρύχωρα δωμάτια, ανοικοδομήθηκε με υλικά που μετέφεραν οι Περαμιώτες με τα χέρια τους..... ως και τα παιδιά λέγεται ότι συμμετείχαν στις εργασίες. Η Μονή λειτουργούσε χωρίς διακοπή από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι και το 1922 και φιλοξενούσε το ιερό εικόνισμα της Παναγίας της Φανερωμένης. Η μοναδική και θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Φανερωμένης της Κυζικινής των Περαμίων, φτιαγμένης από ασήμι και χρυσό, θεωρείται από τις σημαντικότερα ιστορικά κειμήλια που διασώζονται στις μέρες μας με τεράστια ιστορική αξία.
Βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη από το έτος 1922 όπου με το διωγμό μεταφέρθηκε εκεί για να προστατευτεί και έκτοτε φυλάσσεται "καρφωμένη"- αμετακίνητη δηλαδή, στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
Το 2022, κατά την επέτειο μνήμης των 100 ετών από την Μικρασιατική Καταστροφή, με ειδική άδεια του πατριαρχείου, κατασκευάστηκε από την ενορία του Αγίου Γεωργίου Νέας Περάμου Αττικής, το Πρώτο και Μοναδικό Πιστό Αντίγραφο της Εικόνας της Παναγιάς της Φανερωμένης της Κυζικηνής των Περαμίων, που βρίσκεται φυλάσσεται ως εκ θαύματος εντός του ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου της Νέας Περάμου!!!
Η ΝΕΑ ΠΕΡΑΜΟΣ
Η Νέα Πέραμος πήρε το όνομά της ακριβώς για να τιμήσει την Πέραμο, την αλησμόνητη πατρίδα των προγόνων μας.
Όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή, το Σεπτέμβριο του 1922 έφτασαν οι πρώτοι Περαμιώτες στο Μυριόφυτο της Θράκης, όπου αποβιβάστηκαν με πλοίο και άρχισαν να κατεβαίνουν σε μικρές ομάδες προς τα κάτω, προς την ελεύθερη Ελλάδα. Ξεκίνησαν από στεριάς και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους είχαν συγκεντρωθεί στην Καβάλα. Άλλοι τράβηξαν για Θεσσαλονίκη, άλλοι για Αθήνα και Πειραιά. Πολλοί Περαμιώτες από αυτούς έμειναν στην Καβάλα, μέσα στην πόλη όπου μέχρι σήμερα αποτελούν μια σημαντική καλοστεκούμενη παροικία, οι περισσότεροι όμως εγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό της Νέας Μήδειας στον κόλπο των Ελευθερών, περίπου 30 χιλιόμετρα από την Καβάλα. Ο συνοικισμός αυτός με αρκετά σπίτια είχε κτιστεί για να φιλοξενήσει πρόσφυγες από την Μήδεια – κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης, όμως αυτούς, τους θέρισε η ελονοσία που εκείνη την εποχή ήταν επιδημική και όσοι απέμειναν την εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Σ' αυτόν τον ερημωμένο από την αρρώστια τόπο εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Περαμιώτες.
Ύστερα από τον καθολικό ξεσηκωμό της Περάμου τον Αύγουστο του 1922, ένα δεύτερο κύμα Περαμιωτών έφτασε στην Ελλάδα το 1924, ερχόμενο από την Κωσταντινούπολη αυτή τη φορά. Πάνω από 250 οικογένειες Περαμιωτών ήρθαν με την δεύτερη αυτή προσφυγιά και ένα μεγάλο μέρος αυτών αποβιβάστηκαν πρώτα στην Κεφαλονιά και ύστερα μεταφέρθηκαν στην Σαλαμίνα. Εκεί φιλοξενήθηκαν προσωρινά άλλοι σε σπίτια και άλλοι στο μοναστήρι της Φανερωμένης σε σκηνές, σε πρόχειρα παραπήγματα και αντίσκηνα, τα οποία δεν παρείχαν επαρκή προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Η φτώχεια και οι κακές συνθήκες υγιεινής ήταν συχνά προβλήματα. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η ελληνική κυβέρνηση και διεθνείς οργανισμοί προχώρησαν στη διανομή γης και στην παροχή βοήθειας για την κατασκευή κατοικιών.
Στην Αθήνα και τον Πειραιά βρίσκονταν αρκετοί Περαμιώτες που είχαν έρθει με το πρώτο προσφυγικό κύμα. Αυτοί ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν από την Κυβέρνηση να τους παραχωρηθεί κάποια έκταση ώστε να εγκατασταθούν μόνιμα σε κάποιον τόπο.
Με τις έντονες διαμαρτυρίες τους συστήθηκε επιτροπή αγώνα και αφού επέλεξαν τον τόπο της αρεσκείας τους, την σημερινή Νέα Πέραμο Αττικής, σε παραλιακή τοποθεσία – Σαρωνικός Κόλπος (επειδή προσομοίαζε στα μάτια τους με την αλησμόνητη Πέραμο της Μικράς Ασίας, βρισκόταν και καταντίκρυ στο Μοναστήρι της Φανερωμένης της Σαλαμίνας ένα ακόμα συν για την επιλογή αυτή), η επιτροπή απευθύνθηκε στην συνέχεια στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Το έργο της κατασκευής του συνοικισμού το ανέλαβε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία ενήργησε για λογαριασμό τους και ανέλαβε να απαλλοτριώσει τον τόπο αυτόν, που άνηκε ιδιοκτησιακά στο Μοναστήρι της Φανερωμένης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή ήταν δύσκολη και απαιτητική.
Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και την Κοινωνία των Εθνών, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες για την παροχή γης και υποδομών. Έτσι με την βοήθεια του κράτους κτίστηκαν στην Νέα Πέραμο πλέον, 250 προσφυγικές κατοικίες, τέσσερις σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, με δύο δωμάτια η κάθε μια και αρκετό οικόπεδο τριγύρω. Τα σπίτια κτίστηκαν σε μια στενή παραλιακή λωρίδα μήκους ενός χιλιομέτρου και πλάτους 100 με 200 μέτρα (κάτω δηλαδή από τον δημόσιο δρόμο – την εθνική οδό). Μαζί με τα σπίτια διανεμήθηκε στους πρόσφυγες γη για την καλλιέργεια της και ως βοήθημα για την επαγγελματική τους αποκατάσταση και ενίσχυση της διαβίωση τους. Τους παραχωρήθηκαν και δύο αγροτεμάχια – ελαιώνες στ΄ανατολικά του χωριού (οι κλήροι όπως ονομάστηκαν) για να μπορούν οι πρόσφυγες να τους καλλιεργήσουν και να παράξουν το λάδι τους.
Ο κλήρος αυτός δεν ήταν βέβαια αρκετός για να δημιουργήσουν καλλιέργειες όπως ήταν συνηθισμένοι στο χωριό τους με αμπέλια, με μποστάνια κ.λ.π. Το χώμα ήταν ακαλλιέργητο και σκληρό, πετρώδες έδαφος και νερό δεν υπήρχε. Όμως υπήρχε θάλασσα, μια θάλασσα ήρεμη και πλούσια σε αλιεύματα και με το πλεονέκτημα ότι βρισκόταν πλησίον της Αθήνας μόλις 36 χιλιόμετρα απόσταση και με τον σιδηρόδρομο και την εθνική οδό Αθηνών Κορίνθου που περνούσε μέσα από το νέο χωριό.
Η εγκατάσταση των Περαμιωτών ξεκίνησε το 1924 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1925. Φέτος λοιπόν συμπληρώνονται 100 έτη από την έναρξη – την απαρχή της εγκατάστασης των Περαμίων στην νέα εστία τους, στην αντίπερα όχθη, σε ένα χωριό που έμοιαζε πολύ σ΄αυτό που άφησαν πίσω τους οι πρόγονοί μας.
Η Νέα Πέραμος, όπως και πολλές άλλες περιοχές προσφυγικής εγκατάστασης, αναπτύχθηκε σταδιακά και εξελίχθηκε σε μια ζωντανή και δραστήρια κοινότητα.
Διοικητικά η Νέα Πέραμος ανακηρύχθηκε επίσημα Κοινότητα το έτος 1930 με την επωνυμία «Κοινότης Νέας Περάμου του Νομού Αττικής και Μεγαρίδος» και παρέμεινε Κοινότητα μέχρι το έτος 1994 ότε και ανακηρύχθηκε Δήμος με την επωνυμία «Δήμος Νέας Περάμου». Διατηρήθηκε σε αυτή τη διοικητική μορφή έως το 2010 όπου με την εφαρμογή του νόμου περί συνένωσης των δήμων συνενώθηκε υποχρεωτικά με τα Μέγαρα σε ενιαίο δήμο, ο οποίος Δήμος φέρει την επωνυμία «Δήμος Μεγαρέων» καθεστώς που ισχύει έως σήμερα.
Η ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στη Νέα Πέραμο μετά την εγκατάστασή τους ήταν γεμάτη προκλήσεις, αλλά και δυναμικές προσπάθειες για ανάκαμψη και δημιουργία νέας ζωής. Έφεραν μαζί τους τις παραδόσεις, την κουλτούρα και πλείστες δεξιότητες από την πατρίδα τους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό, στην ανάπτυξη της νέας τους κοινότητας.
Το πρώτο μέλημα των Περαμιωτών όταν ξεκίνησε η εγκατάσταση τους, ήταν η δημιουργία σχολείου και εκκλησίας.
Πίεσαν μέσω της Επιτροπής, κυβερνητικά στελέχη της περιοχής όπως ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος με καταγωγή από την περιφέρεια εκείνη, ο οποίος επέδειξε ενδιαφέρον για την νέα προσφυγική εστία των Περαμιωτών. Με ενέργειές του παραχωρήθηκε και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο, ως σχολείο, ένα ξύλινο οικοδόμημα από αυτά τα λυόμενα σπίτια των πολεμικών αποζημιώσεων, που προοριζόταν για την εγκατάσταση των προσφύγων, η επονομαζόμενη «παράγκα». Το σχολείο αυτό είχε δύο αίθουσες διδασκαλίας, έναν προθάλαμο και ένα δωμάτιο που προορίστηκε για γραφείο. Ο προθάλαμος και το γραφείο χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους Περαμιώτες ως εκκλησία. Τα εικονίσματα και τα ιερά σκεύη μεταφέρθηκαν εκεί και ο χώρος αυτός λειτούργησε και ως σχολείο και ως εκκλησία τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης .
Μετά τον πόλεμο και με την έμπρακτη βοήθεια του Συλλόγου Περαμίων Κυζικηνών, ο οποίος, επαφιόμενος στην ιερότητα του σκοπού και στον πατριωτισμό των Περαμιωτών, ξεκίνησε έναν αγώνα συγκέντρωσης χρημάτων για την κατασκευή σχολείου. Έστειλε επιστολές, ξεσήκωσε τους Περαμιώτες που ζούσαν στο εξωτερικό και ήταν εύποροι, με την οικονομική ενίσχυση του αείμνηστου Προέδρου του Συλλόγου Περαμίων του Εμμανουήλ Παπαναστασίου μεγίστου ευεργέτου της πόλης μας και ένα ικανοποιητικό κληροδότημα του αείμνηστου επίσης ευεργέτου Χρήστου Συρράκου, ζωγράφου από την Σμύρνη, ένας από τους πρώτους οικιστές της Νέας Περάμου, συγκεντρώθηκε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό και το νέο σχολικό κτήριο σε δύο έτη ήταν έτοιμο και μεγαλόπρεπο, με έξι αίθουσες διδασκαλίας, μία αίθουσα νηπιαγωγείου και λοιπές εγκαταστάσεις. Τα εγκαίνια του έγιναν με μεγαλοπρέπεια παρουσία ανωτάτων αξιωματούχων της Πολιτείας και την ίδια χρονιά το νέο κτήριο λειτούργησε φιλοξενώντας τα παιδιά του Δημοτικού της Νέας Περάμου. Το σχολικό αυτό κτήριο λειτουργεί ως σήμερα πρόσφατα ανακαινισμένο με δαπάνες και εποπτεία του μεγάλου ευεργέτη Αθανασίου Μαρτίνου.
Από την άλλη πλευρά την φροντίδα για την αποπεράτωση της εκκλησίας ανέλαβε επιτροπή γυναικών οι οποίες συγκέντρωναν χρήματα από εράνους, υλικά από δωρεές και μέσα σε ελάχιστο χρόνο εντός του έτους 1925 έγινε η θεμελίωση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του νέου οικισμού η οποία στολίζει την πόλη ως σήμερα ως πολιούχος αυτής.
Το όνομα της το πήρε από το παλιό εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου που μεταφέρθηκε από την Πέραμο από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Κάστρου όπως λεγόταν.
Έτσι λοιπόν η εκκλησία μας, ο ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους Περαμιώτες Πρόσφυγες. Σ' αυτήν εναπόθεσαν τις λιγοστές εικόνες που μπόρεσαν να περισώσουν ή ακόμα και πέτρες που είχαν κουβαλήσει κάποιοι πρόσφυγες από τις πατρίδες τους και τις χρησιμοποίησαν στο χτίσιμο της εκκλησίας. Στη Νέα Πέραμο, όπως και σε άλλες προσφυγικές συνοικίες, η κοινωνική ζωή των προσφύγων οργανώθηκε γύρω από την εκκλησία, τη «δικιά» τους προσφυγική αναφορά, η οποία αποτελούσε τον τόπο που τους σύνδεε με την πάτρια γη, το σημείο σύνδεσης με το παρελθόν.
Επαγγελματική Αποκατάσταση Περαμιωτών.
Σαν επαγγελματίες οι πρόσφυγες, ήταν έμπειροι ψαράδες , ναυτικοί, τεχνίτες και γεωργοί και οι γνώσεις τους συνέβαλαν σημαντικά στην οικονομική ανάκαμψη νέας εστίας. Η καλλιέργεια της γης, η αλιεία και η ναυτιλία, έγιναν οι κύριες πηγές εισοδήματος τους. Δύο τομείς στους οποίους είχαν εμπειρία από την πατρίδα τους. Καλλιεργούσαν τη γη που τους παραχωρήθηκε, ενώ παράλληλα ανέπτυξαν την αλιεία με τον τρόπο που ήξεραν από τους γονείς τους, αξιοποιώντας τη γειτνίαση με τη θάλασσα. Οι δεξιότητες αυτές τους βοήθησαν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν μια σταθερή οικονομική βάση, παρά τις αρχικές δυσκολίες.
Η Αλιεία
Οι αλιείς της Νέας Περάμου ήταν ήδη έμπειροι ψαράδες, καθώς η γενέτειρά τους στη Μικρά Ασία ήταν παραθαλάσσια και είχε αναπτύξει σημαντική αλιευτική δραστηριότητα. Αυτή η γνώση της θάλασσας και των αλιευτικών τεχνικών αποτέλεσε σημαντικό κεφάλαιο για την επιβίωσή τους στη νέα τους πατρίδα.
Με την εγκατάστασή τους στη Νέα Πέραμο, οι πρόσφυγες αξιοποίησαν τη φυσική θέση της περιοχής, που βρίσκεται κοντά στον Σαρωνικό Κόλπο, για να συνεχίσουν την αλιεία. Η θάλασσα προσέφερε πλούσια αλιεύματα, και έτσι οι πρόσφυγες κατάφεραν να ξαναστήσουν τη ζωή τους βασιζόμενοι σε αυτό που γνώριζαν καλύτερα. Σταδιακά αναπτύχθηκε ένας ζωντανός αλιευτικός κλάδος στην περιοχή, με τις παραδοσιακές τεχνικές αλιείας να περνούν από γενιά σε γενιά φερμένες από την μακρινή πατρίδα.
Η αλιεία στη Νέα Πέραμο στηρίχθηκε κυρίως σε μικρές βάρκες (καΐκια) και παραδοσιακές μεθόδους ψαρέματος, όπως τα δίχτυα και τα παραγάδια.
Εξάλλου δεν ήταν μοναχά τα ψάρια αλλά ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην τέχνη αυτή ήταν και τα όστρακα για τα οποία η περιοχή μας είναι πασίγνωστη ως σήμερα.
Η αλιευτική παράδοση στη Νέα Πέραμο παραμένει ζωντανή και τιμάται και κάθε χρόνο έχει καθιερωθεί και εορτάζεται εδώ και 50 χρόνια η «Ψαράδικη Βραδιά» μια βραδιά στο τέλος του Αυγούστου ειδικά αφιερωμένη στην διατήρηση της μνήμης των αλιέων προσφύγων, των ψαράδων εκείνων που η πλούσια θάλασσα της Περάμου, ο κόλπος του Μαρμαρά και η Μαύρη Θάλασσα ακόμη, έδιναν τα πλούσια αγαθά τους (από σαρδέλες και κολιούς ως σαφρίδια και παλαμίδες), που τα ψάρευαν με τους μπογιαντέδες, τις σαντάλες αλλά και τα ψαροκάικα και τα γρι γρι τους, για να βιοποριστούν.
Αυτή την παράδοση και αυτή την τέχνη τιμούμε κάθε χρόνο στην Νέα Πέραμο ως απόγονοι σπουδαίων αλιέων.
Και στο εμπόριο όμως τα πήγαν καλά οι περάμιοι πρόσφυγες.
Παράλληλα με την αλιεία, πολλοί πρόσφυγες άρχισαν να δημιουργούν σιγά – σιγά εμπορικά μικρομάγαζα στον συνοικισμό της Νέας Περάμου.
Άνοιξαν μικρά παντοπωλεία, καφενεία και κουτούκια, τσαγκάρικα, αρτοποιεία και κουρεία τα οποία εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της προσφυγικής κοινωνίας. Στη Νέα Πέραμο λειτουργούσαν επί του παραλιακού μετώπου γραφικές ταβέρνες και παραδοσιακά καφενεία, ενώ πρόσφυγες διατηρούσαν αρχικά και λιγοστά καταστήματα – μπακάλικα στους μαχαλάδες του συνοικισμού για να καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων.
Η Νέα Πέραμος στις επόμενες δεκαετίες λόγω του φυσικού κάλους της περιοχής και του φιλόξενου πνεύματος των προσφύγων αλλά και των γραφικών καταστημάτων στην παραλία, έγινε σημείο αναφοράς και πόλος έλξης για τις κοντινές εξορμήσεις των Αθηναίων των παραθεριστών του καλοκαιριού που φιλοξενούνταν στα ξενοδοχεία της περιοχής.
Γερμανική Κατοχή.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944), η Νέα Πέραμος, όπως και ολόκληρη η χώρα, υπέφερε από τις καταστροφικές συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η γερμανική κατοχή είχε σοβαρές επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία της Νέας Περάμου, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, με τους κατοίκους να βιώνουν την πείνα, την καταπίεση και τις διώξεις από τις κατοχικές δυνάμεις.
Οι Γερμανοί, μαζί με τους συμμάχους τους, εγκατέστησαν στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, ενώ επέβαλαν σκληρά μέτρα και έλεγχο στις ζωές των κατοίκων. Η Νέα Πέραμος, αν και μικρή κωμόπολη τότε, είχε στρατηγική σημασία λόγω της εγγύτητάς της στη θάλασσα και στην Αθήνα, γεγονός που την καθιστούσε σημαντικό σημείο για τον έλεγχο της περιοχής.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στον κόλπο της Νέας Περάμου ελλιμενίζονταν αρκετά επίτακτα πλοία έτοιμα για την μεταφορά στρατευμάτων στην Μέση Ανατολή, ανάμεσα τους το θωρηκτό Αβέρωφ με την δική του ιστορία.
Στα τέλη Απριλίου 1941 οι γερμανοί εισήλθαν στην Νέα Πέραμο και εγκαταστάθηκαν – στρατοπέδευσαν, στο δάσος της ανατολικής πλευράς του συνοικισμού, όπου μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε ως σήμερα η Σχολή Πυροβολικού, με έντονη παρουσία στην περιοχή. Επέταξαν πολλά σπίτια κυρίως τα μεγαλύτερα για τη στέγαση των αξιωματικών τους και ανοικοδόμησαν τα πρώτα κτίσματα για την εγκατάσταση τους, τα οποία παρέμειναν και χρησιμοποιήθηκαν μετά από το Πυροβολικό και στην συνέχεια έγινε σχολή η γνωστή «Σχολή Πυροβολικού» που λειτουργεί ως σήμερα.
Από την άλλη πλευρά της πόλης στο λόφο Καταδρομέων (περιοχή Πούντα όπου σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Εκπαίδευσης (ΛΟΚ), υπήρχε το αεροδρόμιο της Νέας Περάμου. Κατασκευάστηκε από την εταιρία ΑΙΡΦΡΑΝΣ ένα βοηθητικό Υδατοδρόμιο ως παράρτημα του κεντρικού αερολιμένα του Φαλήρου, το οποίο κατά την διάρκεια της κατοχής περιήλθε στα χέρια των γερμανών με επέκταση του προς την θάλασσα (σκάλα) με κεκλιμένη φορά για την είσοδο των υδροπλάνων, η οποία διατηρείται ως σήμερα και ονομάζεται «γερμανική σκάλα».
Μετά την Κατοχή
Μετά την κατοχή η Νέα Πέραμος προσπάθησε να σταθεί ξανά στα πόδια της. Η οικονομία της περιοχής, είχε υποστεί μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι κάτοικοι έπρεπε να ξαναχτίσουν τις ζωές τους, ανακτώντας τα μέσα παραγωγής τους και επιστρέφοντας στις παραδοσιακές τους δραστηριότητες.
Οι ψαράδες σιγά-σιγά επέστρεψαν στη θάλασσα, αν και η έλλειψη εξοπλισμού και η κατεστραμμένη υποδομή δυσκόλευαν την αλιευτική δραστηριότητα.
Στην μεταπολεμική περίοδο, σταδιακά μια αλματώδη εξέλιξη και ανάπτυξη Με το πέρασμα των δεκαετιών, η Νέα Πέραμος αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε μια ακμάζουσα κοινότητα και αποτέλεσε για τους Αθηναίους έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό και πόλος έλξης πολλών επισκεπτών που έκαναν τις διακοπές τους.
Οι απόγονοι των προσφύγων μέσα από πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες συνεχίζουν να προβάλλουν την ιστορία των Μικρασιατών η οποία παραμένει βαθιά χαραγμένη στην τοπική ταυτότητα της Νέας Περάμου.
Σύλλογος Περαμίων Κυζικηνών
Το μέσον για την διατήρηση της μνήμης για μας τους Περαμιώτες όπως και για όλους τους πρόσφυγες έγινε η δημιουργία ενός συλλόγου που έγινε ο συνδετικός κρίκος με την αλησμόνητη μικρασιατική πατρίδα. Έτσι δημιουργήθηκε στα 1959 ο «Σύλλογος Περαμίων Κυζικηνών», ένας ιστορικός σύλλογος που ανέλαβε το έργο της ένωσης του παρόντος με το παρελθόν και το μέλλον, ως συνεχιστής όμως των παραδόσεων του προυφιστάμενου συλλόγου των Περαμιωτών στην Κωνσταντινούπολη, του «Ανορθωτικού Συνδέσμου των Περαμίων της Πόλης», που ιδρύθηκε στα 1909.
Η ίδρυση του «Συλλόγου Περαμίων Κυζικηνών», ήταν μία ιδέα που έπεσε στο τραπέζι το 1945 στο πρώτο πάνδημο μνημόσυνο για την αλησμόνητη πατρίδα. Αργότερα με πρωτοβουλία του γνωστού βιομηχάνου και μεγάλου ευεργέτη της πόλης μας, του Περαμιώτη και ιδρυτή του συλλόγου μας, Εμμανουήλ Παπαναστασίου.
Τον Απρίλιο του 1959 ιδρύθηκε οριστικά ο «Σύλλογος Περαμίων Κυζικηνών», και η ανακοίνωση της ίδρυσης του έγινε στην αίθουσα του κέντρου Κωνσταντινουπολιτών με πρωτοπόρο τον ιδρυτή και πρώτο πρόεδρο του Εμμανουήλ Παπαναστασίου.
Σήμερα, έδρα του «Συλλόγου Περαμίων Κυζικηνών» είναι η πόλη της Νέας Περάμου στην Αττική περίπου 36 χιλ. μακριά από την Αθήνα. Ο σύλλογος στεγάζεται σε έναν ιδιαίτερο και μοναδικό χώρο ιστορικής μνήμης που κοσμεί την πόλη της Νέας Περάμου από το 2015, το Παλαιό Ελαιοτριβείο Νικολάου Πέτκα που κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1933. Μετά την ανακαίνιση του, το ιστορικό αυτό κτίσμα, αποτελεί πραγματικόστολίδι πολιτισμού, έναν μοναδικό μουσειακό χώρο ιστορικής μνήμης, που υποδέχθηκε τον Σύλλογο Περαμίων Κυζικηνών στην φιλόξενη αγκαλιά του.
Ο Σύλλογος Περαμίων Κυζικηνών απαριθμεί σήμερα αξιοθαύμαστο αριθμό μελών και φίλων, με την υποστήριξη και την ένθερμη συμπαράσταση των οποίων κρατά μέχρι σήμερα ζωντανή την μνήμη των αξέχαστων πατρίδων, των πατρίδων της καρδιάς μας.
Μνημείο Μικρασιατών Προσφύγων
Πρόσφατα στην πόλη της Νέας Περάμου εγκαινιάστηκε το μνημείο μικρασιατών προσφύγων στην ομώνυμη πλατεία μικρασιατών προσφύγων προς τιμήν των προγόνων μας και με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών από την μικρασιατική καταστροφή.
Το μνημείο Μικρασιατών προσφύγων αποτελεί ένδειξη τιμής στους προγόνους τα πόλης της Νέας Περάμου και κουβαλάει όλες εκείνες τις σημειολογικές αναφορές που το κάνουν σημαντικό για τους απογόνους του και για την πόλη της Νέας Περάμου.
Αποτελείται από ένα ενιαίο σύνολο τριών μαρμάρινων στοιχείων. Οι δύο κυματοειδείς μαρμάρινες στήλες παραπέμπουν σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο όγκο ο οποίος κόπηκε στα δύο, ο ένας εκ των δύο αντιστράφηκε, συμβολίζοντας έτσι το βίαιο τρόπο με τον οποίο εκδιώχθηκαν οι πρόσφυγες από τη γενέθλια γη και διαρρήχτηκαν οι προγονικοί τους δεσμοί.
Ταυτόχρονα συμβολίζουν τις δύο πατρίδες ,την Πέραμο της Κυζίκου και την Νέα Πέραμο Αττικής αυτές που η θάλασσα ενώνει και η θάλασσα χωρίζει, αναφορά που επιτυγχάνει η κυματοειδής απόληξη και των δύο.
Τις στήλες κοσμούν στην κορυφή τους, την Ανατολική, η παλιά σφραγίδα της Περάμου Κυζίκου από το 1876 και τη Δυτική, ο λογότυπος της Δημοτικής Κοινότητας της Νέας Περάμου από το 1924.
Οι μαρμάρινοι όγκοι φέρουν εγχάρακτα και από τις δύο πλευρές , τα ονόματα των πρώτων 250 οικογενειών Μικρασιατών που μετοίκησαν στη Νέα πατρίδα.
Το μνημείο αυτό φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Γεώργιο Κικώτη πάνω σε σχέδιο της Αρχιτέκτονος Ροδόπης Τζουμπανά.
Κλείνοντας, η Σύγχρονη Νέα Πέραμος είναι μία διαρκώς αναπτυσσόμενη κοινότητα, η οποία διατηρεί ακόμη έντονη την προσφυγική της ταυτότητα. Πολλές από τις οικογένειες που ζουν στην περιοχή είναι απόγονοι των προσφύγων της Μικράς Ασίας, και οι τοπικές εκδηλώσεις συνεχίζουν να τιμούν τις μικρασιατικές παραδόσεις. Το προσφυγικό παρελθόν της περιοχής έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη συλλογική μνήμη και στην κουλτούρα της Νέας Περάμου, το οποίο επιδιώκουμε με κάθε τρόπο να διατηρούμε από γενιά σε γενιά για να μη σβήσει ποτέ.